- ηδονολάτρης
- ο , ηδονολάτρισσα η сладострастный, сластолюбивый, похотливый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηδονολάτρης — ο, θηλ. ηδονολάτρισσα αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, ηλιο λάτρης] … Dictionary of Greek